παλαιστρικῶς

παλαιστρικῶς
παλαιστρικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλαιστρικός — παλαιστρικός, ή, όν (Α) [παλαίστρα] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην παλαίστρα 2. παλαιστικός. επίρρ... παλαιστρικῶς (Α) με παλαιστρικό τρόπο, όπως γίνεται στην παλαίστρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”